γασμουλικόν

γασμουλικόν
γασμουλικόν, το (Μ)
μισθοφορικό σώμα από γασμούλους*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γασμούλος — και βασμούλος, ο (Μ γασμοῡλος και βασμοῡλος) ο γεννημένος από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Φράγκο μσν. πληθ. γασμοῡλοι, οἱ το γασμουλικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gas (=garcon «αγόρι») + λατ. mulus «ημίονος». Ο τ. βασμούλος προήλθε ίσως από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”